- φθινοπωρικός
- φθῐν-οπωρικός, ή, όν, = sq.,A
σήσαμον PLille41.4
, al. (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σήσαμον PLille41.4
, al. (iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθινοπωρικός — ή, όν, Α [φθινόπωρον] φθινοπωρινός … Dictionary of Greek